δακτύλιος

δακτύλιος
Το δακτυλίδι (βλ. λ.)· οτιδήποτε έχει το σχήμα δακτυλιδιού. Υπό μία πιο μεταφορική σημασία, δ. ονομάζεται και μία περιμετρική ζώνη, όπως για παράδειγμα ο αποκαλούμενος δ. της Αθήνας, δηλαδή η ζώνη επιτρεπόμενης κυκλοφορίας των οχημάτων στο κέντρο της πρωτεύουσας. (Μαθημ.) Στο σύνολο Ζ των σχετικών ακεραίων ορίζονται, όπως είναι γνωστό, δύο πράξεις, η πρόσθεση (+) και ο πολλαπλασιασμός (·), με τις εξής ιδιότητες: 1. Οι δύο πράξεις είναι εσωτερικές,δηλαδή για κάθε αεΖ και κάθε βεΖ ισχύει: (α + β) εΖ και (αβ)εΖ. 2. Οι δύο πράξεις είναι (2.1) προσεταιριστικές και (2.2) μεταθετικές,δηλαδή: αν α, β, γ οποιοιδήποτε σχετικοί αριθμοί, τότε: (α + β) + γ = α + (β + γ), (α·β)·γ = α· (β·γ) (προσεταιριστική ιδιότητα)· α + β = β + α, α·β = β·α (μεταθετική ιδιότητα). 3. Υπάρχει ένας ακριβώς σχετικός αριθμός, ο 0 (μηδέν), που είναι ουδέτερο στοιχείο για την πρόσθεση, δηλαδή: α + 0 = α για κάθε αεΖ. 4. Για κάθε αεΖ υπάρχει ακριβώς ένας άλλος α’εΖ με: α + α’ = 0. Ο α’ συμβολίζεται με -α και ονομάζεται: ο αντίθετος του α. 5. Ο πολλαπλασιασμός είναι επιμεριστικόςως προς την πρόσθεση,δηλαδή: για κάθε α, β και γ, σχετικούς αριθμούς, ισχύει: α·(β+γ) = α·β + α·γ. Έστω τώρα ένα σύνολο Α, διάφορο από κενό σύνολο. Αν στο Α ορίζονται δύο πράξεις με τις παραπάνω ιδιότητες, 1, 2.1, 3 και 4, τότε το σύνολο Α ονομάζεται δ. Αν ισχύει και η ιδιότητα 2.2 (δηλαδή η μεταθετική), τότε ο δ. ονομάζεται: μεταθετικός αβελιανός. Έτσι το σύνολο Ζ των σχετικών ακεραίων, με πράξεις την πρόσθεση και τον πολλαπλασιασμό, είναι ένας αβελιανός δ. Άλλα παραδείγματα δ. εκτός από το Ζ, είναι τα εξής: (α) Ο δ. των πολυωνύμων, δηλαδή το σύνολο των πολυωνύμων μίας ή περισσότερων μεταβλητών με πραγματικούς συντελεστές, εφοδιασμένο με τη συνήθη πρόσθεση και τον συνήθη πολλαπλασιασμό, (β) ο δ. των τετραγωνικών πινάκων της ίδιας τάξης, δηλαδή το σύνολο των τετραγωνικών πινάκων της ίδιας τάξης, εφοδιασμένο με τη γνωστή πρόσθεση πινάκων (||αik|| + ||βik|| =||αik + βik||· οι αik υποτίθεται ότι είναι πραγματικοί ή μιγαδικοί αριθμοί) και τον γνωστό πολλαπλασιασμό (γραμμή-στήλη). Ο δ. αυτός είναι μη αβελιανός (ενώ αντίθετα ο δ. των πολυωνύμων είναι αβελιανός). δ. ασφάλειας (Φυσ.). Ένα μεταλλικό κυλινδρικό περίβλημα που προστατεύει έναν αγωγό από την τυχαία ατμοσφαιρική ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Οι απαριθμητές, όργανα με μεγάλη ευαισθησία, περιβάλλονται από παρόμοιους δ. ασφαλείας έτσι ώστε να εξουδετερώνονται οι ατμοσφαιρικές και βιομηχανικές παρεμβολές που ίσως θα δημιουργούσαν λανθασμένες ενδείξεις στον απαριθμητή. δ. συσσώρευσης. Όρος που χρησιμοποιείται στη βοτανική και στη φυσική. (Βοτ.) Μεμβρανώδης ιστός που τυλίγει τον στύπο των μυκήτων και έχει σχήμα δ. Είναι ό,τι απέμεινε από το μερικό πέπλο σε ορισμένα είδη μυκήτων. (Φυσ.) Επιταχυντής σωματιδίων γνωστός από τα αρχικά ADA (anello di accumulazione), που για πρώτη φορά κατασκευάστηκε στο Φρασκάτι της Ιταλίας το 1961. Αποτελείται ουσιαστικά από έναν θάλαμο υψηλού κενού (της τάξης των 10-9 mm Hg) δακτυλιοειδούς σχήματος, όπου εκχύνονται και υποχρεώνονται σε κυκλική κίνηση σταθερής τροχιάς στοιχειώδη σωματίδια (ηλεκτρόνια, πρωτόνια, μεσόνια) τα οποία συνεχώς επιταχύνονται. Η προοδευτική συσσώρευση, σε χρονική περίοδο της τάξης μίας ώρας, επιτρέπει λόγω των ιονισμένων σωματιδίων να δημιουργούνται φορτία ηλεκτρισμού αξιοσημείωτης έντασης μέχρι και 10 A. Η δέσμη αυτή κατευθύνεται πάνω σε έναν σταθερό στόχο, όπου μέσα από πυρηνικές αντιδράσεις παράγονται δευτερεύοντα φορτία λόγω της παρουσίας ενδοπυρηνικών σωματιδίων και αντισωματιδίων. Η εξέλιξη αυτής της μηχανής συνδέεται κυρίως με τη λειτουργία μεγαλύτερων συστημάτων επιταχυντών. Σε αρχικό σημείο του συστήματος τοποθετείται ένας δ. συσσώρευσης που είναι υπεύθυνος για τον τελικό έλεγχο λειτουργίας, το περιεχόμενο των επιταχυνόμενων σωματιδίων και την παρεμβολή δύο φορτίων που έχουν αντίθετες κατευθύνσεις. Σε αυτές τις ιδιαίτερες πειραματικές συνθήκες το σύνολο της κινητικής ενέργειας παρέχεται στο σύστημα των συγκρουόμενων σωματιδίων, ενώ σε συγκρούσεις πάνω σε ακίνητους στόχους διατίθεται ένα μέρος της. Ο δ. συσσώρευσης αποτελεί σήμερα συμπληρωματική συσκευή των πιο ισχυρών επιταχυντών σωματιδίων, που έχουν μεγαλύτερο κόστος και πιο πολύπλοκη τεχνολογία. Παράδειγμα τέτοιου συστήματος είναι ο γιγαντιαίος Intersecting Storage Ring (ISR) που έχει διάμετρο 200 μ., βρίσκεται στο ινστιτούτο CERN (Γενεύη) και χρησιμοποιεί τις δέσμες φορτίων που προέρχονται από ένα πρωτοσυγχροτρόνιο. φαινόμενο δακτυλίου (Φυσ.). Φαινόμενο κατά την κίνηση ενός ρευστού ανάλογο προς το επιδερμικό φαινόμενο στα εναλλασσόμενα ηλεκτρικά ρεύματα. Κατά τη σταθερή συνεχή ροή ενός ρευστού σε έναν σωλήνα με μικρή ταχύτητα, η ταχύτητα ελαττώνεται διαρκώς από το κέντρο προς τα τοιχώματα, αλλά όταν στην κίνηση υπάρχουν εναλλαγές, όπως στην περίπτωση ηχητικών κυμάτων που διαδίδονται μέσα στον σωλήνα, η μέση εναλλασσόμενη ταχύτητα αυξάνεται από το κέντρο προς τα τοιχώματα, μετά ελαττώνεται σε ένα πολύ λεπτό οριακό στρώμα και τελικά μηδενίζεται στα τοιχώματα. Αυτό είναι γνωστό ως περιοδικό οριακό στρώμα και το πάχος του αυξάνει με την τετραγωνική ρίζα της συχνότητας εναλλαγής.
* * *
ο (AM δακτύλιος) [δάκτυλος]
1. το δαχτυλίδι
2. οτιδήποτε έχει σχήμα δακτυλίου, στεφάνη, περιφέρεια, περιοχή που περικλείεται από γραμμή κυκλική ή σχεδόν κυκλική, απ' όπου σήμερα «ο δακτύλιος τής πόλης» και «ο δακτύλιος όπου κινούνται τα αυτοκίνητα»
3. ο σφιγκτήρας τού πρωκτού
4. κρίκος ή λίθος κυλινδρικός στον οποίο δένονται τα παλαμάρια τού πλοίου
νεοελλ.
1. (για τα μαλλιά) η μπούκλα
2. αστρον. σύνολο μικρών πλανητών ή αστεροειδών τών οποίων το σμήνος φαίνεται να σχηματίζει δακτύλιο γύρω από τον Ήλιο
3. βοτ. στεφάνι που σχηματίζεται από τα κύτταρα τού σποριαγγείου διαφόρων φυτών
4. χημ. η κλειστή αλυσίδα που περιέχουν οι κυκλικές οργανικές ενώσεις
5. στρ. διάφορα εξαρτήματα που έχουν σχήμα δακτυλίου («δακτύλιοι σπαθιού, ζωστήρα κλπ.»)
6. ο κρίκος τής άγκυρας όπου δένεται η αλυσίδα της, το κουλούρι
7. βαρύς, σιδερένιος κρίκος, για την απελευθέρωση τού πολυάγγιστρου όταν δεν μπορεί να ανασυρθεί από τον βυθό
8. βιολ. (για σκώληκες και έντομα) τα δακτυλιοειδή τμήματα που αποτελούν το σώμα τους
9. ανατ. φρ.. «δακτύλιοι καρδίας» — τέσσερεις ινώδεις δακτύλιοι που περιβάλλουν τα κολποκοιλιακά και αρτηριακά στόμια
μσν.
δακτύλιος ή διχαλωτός συνδετήρας που ασφαλίζει τον σύρτη πόρτας
αρχ.
1. οι κινητοί δακτύλιοι στο χαλινό, οι χαλκάδες
2. το πόμολο τής πόρτας
3. το άκρο τού πηδαλίου
4. φρ. «ὁ ἐπὶ τοῡ δακτυλίου» — ο φύλακας τού σφραγιδόλιθου, ο σφραγιδοφύλακας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δακτύλιος — ring masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτύλιος — ο 1. το δακτυλίδι. 2. χώροι, αντικείμενα, περιοχές κ.ά. που περικλείονται σε έναν υποθετικό κύκλο: Ο απαγορευτικός δακτύλιος της κυκλοφορίας τροχοφόρων βρίσκεται συνήθως στο κέντρο των μεγάλων πόλεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δακτυλίους — δακτύλιος ring masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτύλιοι — δακτύλιος ring masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …   Dictionary of Greek

  • κρίκος — ο (AM κρίκος) κυκλικός δακτύλιος, συνήθως μεταλλικός νεοελλ. 1. το μηχάνημα γρύλλος 2. βοτ. συγκεντρικός κυλινδρικός δακτύλιος από ξυλώδη ιστό τού δευτερογενούς ξυλώματος, τον οποίο σχηματίζουν κάθε χρόνο τα μακρόβια φυτά κατά την αύξηση τού… …   Dictionary of Greek

  • λακτόνες — Οργανικές ενώσεις που προκύπτουν από υδροξυοξέα, έπειτα από ένωση της καρβοξυλικής ομάδας με το αλκοολικό υδροξύλιο του ίδιου μορίου. Οι δύο ομάδες ενώνονται όπως στους εστέρες με απομάκρυνση ενός μορίου νερού, και γι’ αυτό οι λ. ονομάζονται… …   Dictionary of Greek

  • ετεροκυκλικές ενώσεις — Ακόρεστες οργανικές ενώσεις με δομή πενταμελούς ή εξαμελούς δακτυλίου. Το χαρακτηριστικό αυτό των ενώσεων, από το οποίο και προκύπτει η ονομασία τους, είναι η παρουσία μέσα στον δακτύλιο ενός ή περισσότερων ατόμων διαφορετικών από τον άνθρακα που …   Dictionary of Greek

  • άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”